- ψιλοτραγουδώ
- Ντραγουδώ με λεπτή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό-* + τραγουδώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλοτραγουδώ — και ψιλοτραγουδάω τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοτραγούδημα — το, Ν [ψιλοτραγουδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοτραγουδώ … Dictionary of Greek
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek